- ακροτελεύτιο
- το (Α ἀκροτελεύτιον)το περιοδικά επαναλαμβανόμενο μέρος άσματος, επωδός, «ρεφραίν»μσν.εφύμνιον, ακρόστιχοναρχ.το τελευταίο μέρος, η παρυφή κάθε πράγματος και κυρίως το τέλος ποιήματος ή στίχου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + τελευτή].
Dictionary of Greek. 2013.